Οι λόγοι του φύλαρχου Τουιαβίι από το νησί Τιαβέα του Νότιου Ειρηνικού
εικονογράφηση: Maxime Van Eerd - Schenk
μετάφραση: Κατερίνα Λιάπτση, Δημοσθένης Δασκόπουλος
Ύψιλον, 2005
125 σελ.
Ποιος είναι ο Παπαλάνγκι; Σύμφωνα με τον Έριχ Σόερμαν, ιεραπόστολο στα νησιά Τιαβέα του Ειρηνικού, αυτό το όνομα δίνουν οι "άγριοι" και "απολίτιστοι" στο σύγχρονο άνθρωπο· τον άνθρωπο που ζει μέρα νύχτα στον ίδιο χώρο με πολλούς συγκατοίκους (πολυκατοικία) χωρίς να ξέρει τους διπλανούς του, που σκέφτεται χωρίς σταματημό για να μη θεωρηθεί κουτός, που διαβάζει τα πάντα επειδή, δήθεν, τον αφορούν, που προσπαθεί να φύγει με τις μηχανές του το σαββατοκύριακο για να γλιτώσει από την προσδιορισμένη και περιχαρακωμένη ζωή του και μ' αυτόν τον τρόπο δικαιολογεί την αλλοτριωμένη και υποδουλωμένη καθημερινότητά του.
Μια καταπληκτική μαρτυρία!
Μια καταπληκτική μαρτυρία!
ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:
Ο Παπαλάγκι έχει τόσα επαγγέλματα όσες είναι οι πέτρες μέσα στη λίμνη. Κάθε πράξη του την κάνει επάγγελμα. Είναι ωραίο να φέρνει κανείς μια φορά νερό από την πηγή, ακόμη και περισσότερες φορές την ίδια μέρα. Όποιος όμως πρέπει από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου και κάθε ημέρα ξανά και κάθε ώρα, όσο φτάνει η δύναμή του, να κουβαλάει συνέχεια νερό - αυτός τελικά θα πετάξει με οργή τον κουβά μακριά του αγανακτισμένος για τα δεσμά στο κορμί του. Γιατί τίποτα δεν είναι τόσο δύσκολο για τον άνθρωπο, όσο να κάνει πάντα το ίδιο ακριβώς πράγμα.
Και γι' αυτό μέσα στους ανθρώπους των επαγγελμάτων ζει ένα φλογερό μίσος. Όλοι αυτοί έχουν στην καρδιά τους κάτι σαν ζώο, που το συγκρατούν δεσμά, που επαναστατεί και που όμως δεν μπορεί να ελευθερωθεί. Και όλοι συγκρίνουν μεταξύ τους τα επαγγέλματά τους, γεμάτοι φθόνο και μίσος, μιλάν για ανώτερα και κατώτερα επαγγέλματα, παρ' όλο που όλα τα επαγγέλματα δεν είναι παρά μισοδουλειές. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μόνο χέρι ή μόνο πόδι ή μόνο κεφάλι, είναι όλα μαζί ενωμένα. Χέρι, πόδι και κεφάλι θέλουν να είναι μαζί. Μόνο όταν όλα τα μέλη και οι αισθήσεις ενεργούν από κοινού μπορεί μια ανθρώπινη καρδιά να γιατρευτεί από χαρά, ποτέ όμως όταν μόνο ένα μέρος του ανθρώπου έχει ζωή και τα άλλα πρέπει να είναι όλα νεκρά. Αυτό προξενεί στον άνθρωπο σύγχυση, απελπισία ή αρρώστια».
Ο Παπαλάνγκι είναι ένας άνθρωπος με εντελώς δική του λογική.
Κάνει πολλά που δεν έχουν νόημα και τον αρρωσταίνουν κι όμως τα εξυμνεί και τραγουδά τραγούδια γι’ αυτά του τα κατορθώματα
Μόνο μια και μοναδική φορά συνάντησα κάποιον άνθρωπο που είχε πολύ χρόνο, που δεν παραπονιότανε ποτέ ότι του λείπει, αυτός όμως ήταν φτωχός, βρόμικος και περιφρονημένος. Οι άνθρωποι απόφευγαν να περάσουν από δίπλα του και κανένας δεν τον πρόσεχε. Εγώ δεν καταλάβαινα αυτή τη συμπεριφορά, γιατί το βάδισμά του ήταν χωρίς βιασύνη και τα μάτια του είχαν ένα ήρεμο, φιλικό χαμόγελο. 'Οταν τον ρώτησα, το πρόσωπό του συσπάστηκε και είπε θλιμμένα: "Ποτέ δεν ήξερα να εκμεταλλευτώ τον χρόνο μου, γι' αυτό και είμαι ένας φτωχός, περιφρονημένος φουκαράς." Ο άνθρωπος αυτός είχε χρόνο, κι αυτός όμως δεν ήταν ευτυχισμένος.
Μια Ευρωπαϊκή καλύβα έχει τόσα πράγματα, που ακόμη κι αν κάθε άντρας ενός χωριού της Σαμόα γέμιζε την αγκαλιά του με αυτά, δεν θα έφτανε ολόκληρο το χωριά για να την αδειάσουν. Σε μιά μόνο καλύβα, υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα, ώστε πολλοί λευκοί αρχηγοί χρειάζονται πολλούς άντρες και γυναίκες, που δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να τοποθετούν αυτά τα πράγματα στην θέση τους και να τα καθαρίζουν από την σκόνη. Ακόμη και η πιό μεγάλη Ταοπού, ξοδεύει πολύ χρόνο για να μετρά όλα τα πολλά της πράγματα, να τα τακτοποιεί, και να τα καθαρίζει.
Οι άντρες και οι γυναίκες του λευκού κόσμου θα θρηνούσαν μέσα στις καλύβες μας, και θα έτρεχαν να μαζέψουν ξύλα, και το καύκαλο της χελώνας, γυαλιά, σύρματα, παρδαλές πέτρες, και πολλά ακόμη, από το πρωί μέχρι το βράδυ θα κινούσαν τα χέρια και τα πόδια τους, μέχρι η καλύβα τους να γέμιζε μικρά και μεγάλα πράγματα. Πράγματα που καταστρέφονται εύκολα, που μπορεί να τα αφανίσει κάθε φωτιά, και κάθε τροπική βροχή, έτσι που πάντα να πρέπει να φτιάχνονται καινούργια.
Γι αυτό και τα πρόσωπα των λευκών είναι συχνά τόσο κουρασμένα και θλιμμένα, γι’αυτό μόνο ελάχιστοι από αυτούς βρίσκουν τον καιρό να δουν τα πράγματα του Μεγάλου Πνεύματος, να παίξουν στην πλατεία του χωριού, να γράψουν τραγούδια και να τα τραγουδήσουν χαρούμενα, να χορέψουν την ημέρα της γιορτής, και να χαρούν τα μέλη τους, όπως είναι καθορισμένο για όλους εμάς.
Αυτοί πρέπει να αποκτούν πράγματα. Πρέπει να προσέχουν τα πράγματά τους να μην τους τα κλέψουν. Τα πράγματα γαντζώνονται πάνω τους, και σέρνονται, σαν τα μικρά μυρμήγκια της άμμου. Με απόλυτη ψυχρότητα κάνουν κάθε είδους έγκλημα για να αποκτήσουν πράγματα.
Πολεμούν ο ένας τον άλλον, όχι για την Τιμή τους, ούτε για να μετρήσουν την πραγματική τους δύναμη, αλλά μόνο και μόνο για τα πράγματα.
Ο Παπαλάνγκι άγαπάει πολύ το στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί, όμως αγαπάει και αυτό που δεν πιάνεται και που όμως υπάρχει - το χρόνο. Κάνει πολύ φασαρία και λέει πολλές ανοησίες γι ‘ αυτόν .
Παρόλο που ο χρόνος ποτέ δεν είναι περισσότερος απ’ όσο χωράει στο διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ήλιου, για τον Παπαλάνγκι ποτέ δεν είναι αρκετός.
Πιστεύω ότι ο χρόνος ξεγλιστρά από τα χέρια του σαν το φίδι στην υγρή παλάμη, ακριβώς επειδή τον κρατά πολύ σφιχτά. δεν τον αφήνει να συνέλθει. τον κυνηγά πάντα με απλωμένα χέρια, δεν τον αφήνει να ησυχάσει, να ξαπλωθεί στον ήλιο. Θέλει ο χρόνος να ‘ναι πάντα κοντά του, τον θέλει να τραγουδά και να μιλά. Ο χρόνος όμως είναι σιωπηλός και ειρηνικός και αγαπά την ησυχία και το άραγμα στο στρώμα.
Ο Παπαλάνγκι δεν έχει καταλάβει τι είναι ο χρόνος, δεν τον έχει αντιληφθεί σωστά και γι ‘ αυτό τον κακοποιεί με τις ωμές του συνήθειες.
Ο Παπαλάγκι κατοικεί σαν το μύδι σ΄ ένα σκληρό καβούκι. Ζει ανάμεσα σε πέτρες όπως η σκολόπεντρα μέσα στις ρωγμές της πετρωμένης λάβας. Πέτρες είναι γύρω του, δίπλα του και πάνω του. Η καλύβα του μοιάζει μ’ ένα όρθιο μπαούλο από πέτρα. Ένα μπαούλο με πολλά συρτάρια και πολλές τρύπες.
Από ένα μόνο σημείο μπορεί κανείς να μπει και να βγει στο πέτρινο καβούκι.
Το σημείο αυτό ο Παπαλάγκι το ονομάζει είσοδο, όταν μπαίνει στην καλύβα και έξοδο όταν βγαίνει, παρ’ όλο που και τα δύο είναι ένα και το ίδιο πράγμα.
Στο σημείο αυτό λοιπόν υπάρχει μια μεγάλη σανίδα που πρέπει κανείς να τη σπρώξει με δύναμη για να μπορέσει να μπει στην καλύβα. Ακόμη όμως βρίσκεται στην αρχή και θα πρέπει να σπρώξει πολλές ακόμη σανίδες, ώσπου να βρεθεί πραγματικά μέσα στην καλύβα.
Στις καλύβες τώρα συμβαίνει να κατοικούν περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσοι ζουν σ’ ένα μόνο χωριό της Σαμόας και γι’ αυτό πρέπει κανείς να ξέρει ακριβώς το όνομα της Άϊγκα (οικογένειας) που θέλει να επισκεφτεί. Γιατί κάθε Άϊγκα έχει για τον εαυτό της ένα ιδιαίτερο μέρος του πέτρινου μπαούλου, ή επάνω ή κάτω ή στο κέντρο, αριστερά ή δεξιά ή στη μέση.
Και η μια Άϊγκα συχνά δεν ξέρει τίποτα απολύτως για τις άλλες, λες και δεν τους χωρίζει μόνο ένας πέτρινος τοίχος, αλλά είναι σαν να βρίσκονται ανάμεσά τους βουνά και λαγκάδια και πολλές θάλασσες. Συχνά δεν ξέρουν τα ονόματά τους, κι αν συναντηθούν στην τρύπα της εισόδου χαιρετιούνται μόλις και μετά βίας ή μουρμουρίζουν μέσα από τα δόντια τους κάτι στον άλλο σαν κάτι εχθρικά έντομα. Σαν να τους εξοργίζει το ότι είναι υποχρεωμένοι να ζουν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου